κατακρύφω

κατακρύφω
κατα-κρύφω [pron. full] [ῠ],
A = κατακρύπτω, Q.S.2.478, Nonn.D.25.476.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακρύφω — (Α) βλ. κατακρύπτω …   Dictionary of Greek

  • κατακρύπτω — (AM κατακρύπτω Α και κατακρύφω) κρύβω κάτι τελείως, κατακαλύπτω («τούς... Ἁθήνη νυκτὶ κατακρύψασα... ἐξῆγε», Ομ. Οδ.) μσν. αρχ. 1. περιβάλλω, καλύπτω («κατακρύπτει δ οὐ κόνις συγγόνων κεδνάν χάριν», Πίνδ.) 2. κρύβομαι 3. (για τους θεούς) κρύβω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”